χοντροκεφαλιά

χοντροκεφαλιά
η, Ν [χοντροκέφαλος]
1. νωθρότητα τού μυαλού, αμβλύνοια, χαζομάρα
2. ισχυρογνωμοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χοντροκεφαλιά — η 1. νωθρότητα του νου. 2. ισχυρογνωμοσύνη, σκληροκεφαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβλύνοια — η [αμβλύνους] δυσχέρεια, νωθρότητα στη σκέψη, χοντροκεφαλιά (αντίθετα: οξύνοια, αγχίνοια) …   Dictionary of Greek

  • ξεροκεφαλιά — η [ξεροκέφαλος] 1. έλλειψη εξυπνάδας, νωθρότητα σκέψης, χοντροκεφαλιά 2. υπερβολικό πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • αμβλύνοια — η χοντροκεφαλιά: Τον χαρακτήριζε πάντα αμβλύνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”